top of page

Ο βαστάζος

Κοιτάζω από το μπαλκόνι του σπιτιού μου, την τάδε ώρα της ημέρας, τους περαστικούς. Σκέφτομαι, χρόνια τώρα, πάντα το ίδιο. Πως θα ήθελα να ζήσω την ζωή τους. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ουσιαστικά τίποτα. Τότε αντιλαμβάνομαι ότι εννοώ πως θα ήθελα να έχω την επίγευση του παραστασιακού τους χώρου. Τις δικές τους αισθήσεις από τον δικό τους κόσμο, ότι έχουν αγγίξει, γευτεί ή δει. Τα αισθήματα που έχουν νιώσει, τις εμπειρίες τους. Και τότε καταλαβαίνω, πως ακόμα κι αν είχα την δυνατότητα να το κάνω, η ερμηνεία όλων αυτών θα παρέμενε δικιά μου. Θα βασιζόταν στην δική μου μνήμη. Θα αντανακλούσε στον παραστασιακό μου χώρο, ο εμπειρικός κόσμος των άλλων, τις δικές μου αισθήσεις, απόψεις και ιδέες, θα έτρεφε την δική μου φαντασία. Το ασυνείδητο θα έφερνε «μπροστά» στο συνειδητό, αισθήματα ολότελα δικά μου, που βασίζονται σε δικές μου παραστάσεις από τον κόσμο. Τότε, όμως, θα παρέμενα ο ίδιος. Αν γινόμουν άλλος, αν παράλλαζα σε άλλο πλάσμα, οι επιθυμίες μου θα ήταν άλλες. Οι μυρωδιές, οι γεύσεις και τα αγγίγματα θα ήταν άλλα. Οι ιδέες και οι ερμηνείες άλλες, κι έτσι μεταφερόμενος από σώμα σε σώμα, και από άνθρωπο σε άνθρωπο, θα ήμουν απλώς ένας τρελός, που άγεται και φέρεται ανάμεσα του κόσμου, ολότελα ξένος σε μένα, αναζητώντας στους άλλους ένα νόημα και μια ύπαρξη, της οποίας θα είμαι κοινωνός για κάποιες στιγμές μόνο, κι ύστερα τίποτα. Ένας άνθρωπος που έπαψε να είναι άνθρωπος. Απλώς ένα σαρκίο. Το όρια της ερμηνείας, έτσι, του κόσμου, με συντηρούν ως ύπαρξη, μέσα στην δικιά μου ύπαρξη. Μόνο η διεύρυνση των ορίων μπορεί απλώς να μεγαλώσει τον παραστασιακό χώρο μέσα μου, που είναι και το ζητούμενο. Έτσι, δεν είναι ο σκοπός μου να «γίνω» άλλος, αλλά να καταφέρω να διατηρήσω τον άλλον μέσα μου, ως τροφοδότη της διεύρυνσης των δικών μου ορίων και παραστάσεων.  Ο «άλλος» έτσι δεν είναι αδιάφορος, μια στιγμή περιττή, μόνο για να τον φορέσω σαν κοστούμι, να γίνω όμοιος του, χάνοντας ακόμα και τον εαυτό μου μέσα του, και μετά να στραφώ σαν τον βρυκόλακα σε άλλη ύπαρξη. Ο «άλλος», είναι σημαντικός, όσο ξένος, ειδικά όσο αλλότριος, τόσο καλύτερα, για να μπορέσω να κουβαλήσω μέσα μου, τον εαυτό μου, ως μεγαλύτερο, ως βαρύτερο και «υπαρκτότερο». Τον «άλλο», αν τον ερμηνεύω πάντα ως κόλαση, είμαι καταδικασμένος εξίσου, και ναι, αν οι άλλοι γύρω μου εργάζονται κολάσεις, αν η ύπαρξη περιλαμβάνει και την δολιότητα ως εργοστασιακή ρύθμιση, που ενεργοποιείται ή λειτουργεί πάντα στον αυτόματο, ναι είμαι καταδικασμένος. Αλλά, αν ορίσω, τον άλλο, εξαρχής, στο μέτρο εκείνο που μπορώ να λάβω ότι χρειάζομαι απαραιτήτως για να υπάρξω συνεχώς διαυγέστερος, τότε ίσως μπορώ να φτιάξω μια κοινωνία, ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας. Επιλέγω να βλέπω τον κόσμο, λοιπόν, και να τον δημιουργώ παράλληλα, αποδεχόμενος τις αρνητικές πλευρές του «άλλου», αποδεχόμενος και τις δικές μου αδυναμίες, παράλληλα με την δυνατότητα μου ως άνθρωπος να υπάρχω κι εγώ ως «άλλος» και «κόλαση» για εκείνον. Έτσι, το υπαρξιακό δεν με περιορίζει, όταν το συναντώ στο δημόσιο, το εξωστρεφές και το παράλογο. Το δύσκολο ή το αδύνατο δεν είναι αφορμή για να περιπίπτω στην μοιρολατρεία και το σκοτάδι, την άρνηση και τον ασκητισμό. Δεν είναι η ύπαρξη εμπόδιο, στο βαθμό που την ορίζω ως ευκαιρία να χτίσω και όχι να γκρεμίσω ή να αυτοπεριοριστώ. Προσπαθώντας, έτσι, να έλθω κοντά, να ζήσω ομού, δεν είναι παραίτηση, αλλά ελπίδα. Αποδέχομαι τον άλλον, δεν είναι παραδοχή ήττας αλλά γνωριμία με τα όρια μου, τις αντοχές μου, και τις παραστάσεις που αναζητώ για να είμαι δημιουργικός και ωφέλιμος. Ο κανιβαλισμός παρίσταται πανταχού παρόν, όταν δεν αποδεχόμαστε την κόλαση του «άλλου» ή όταν η δική μας κόλαση, είναι προτιμότερη από αυτήν των άλλων. Επιλέγουμε, τότε, την ύπαρξη μας, τις εμπειρίες μας ως ισχυρότερες από αυτές των άλλων, στο βαθμό που είναι ζητούμενο, ακόμα και να εκμηδενίσουμε, όχι απλώς την ύπαρξη των άλλων, αλλά και την κόλασή τους. Τότε είναι που γίνεται φανερό πως η κόλαση πράγματι υπάρχει και ως κοινωνική κατασκευή, όχι απλώς, για να τρομάζουν οι άνθρωποι αλλά και για να στέκονται παράμερα ο ένας του άλλου. Κι είναι, έτσι, ορθότερο να παραδεχτούμε, πως η κόλαση είναι πιότερο κατασκευή ολότελα δική μας, όταν σταματούμε να υπάρχουμε ο ένας μέσα στον άλλον. Κόλαση, έτσι, είναι ένας κόσμος που ο άνθρωπος στέκεται δίπλα στον άνθρωπο, αλλά δεν τον γνωρίζει, δεν τον ακουμπά και δεν τον κάνει κοινωνό του. Κοιτάει ο καθένας μπροστά σε ένα ιδανικό του, και ακολουθεί τις εντολές του, που δεν καταλαβαίνει ή συνδιαλέγεται και το μόνο που λαμβάνει από αυτήν του την στάση είναι η μοναξιά και η ομφαλοσκόπηση, ως αντίδωρο, για τις υπηρεσίες που παρείχε να μην είναι παρών, να μην υπάρχει, δηλαδή. Όταν κοιτάζω, λοιπόν, από το μπαλκόνι, βουλιάζω κι εγώ στην κόλαση μου, ίσως γιατί η κόλαση μου, είναι να κοιτάζω από ψηλά τους άλλους. Ίσως, γιατί το να αγρυπνώ για παραδείσους και κολάσεις, με κάνει να μην βλέπω το προφανές, το υπαρκτό και το αξιοποιήσιμο, την δυνατότητα να συνυπάρχω στο παρόν. Ίσως, γιατί και το παρόν, δεν καθορίζεται από το πως ζεις σε σχέση με τον κόσμο, αλλά σε σχέση με σένα και τον κόσμο που δημιουργείς εντός σου, είτε μακριά είτε ομού. Εν τέλει, προτιμώ να βλέπω τους περαστικούς από μακριά, γιατί η δική μου η κόλαση είναι να πιστεύω πως οφείλω να γεμίζω χαρτιά με «σοφές» ιδέες, ακόμα και τώρα που το χαρτί στέκεται σαν καθρέφτης απέναντι μου, παρουσιάζοντας την μελαγχολία μου, ως ελκυστική. Τα «κατηγορώ μου», μόνο συγχωρείστε μου, σας παρακαλώ. Είναι κομμάτια του κοινού μας υπαρκτού, απλώς εγώ συνήθισα να κάνω τον βαστάζο τους…   


Το βιβλίο "Δε θα γίνει επανάσταση στο μικρό χωριό απόψε" καθώς και το βιβλίο "Περί εξεγέρσεων και άλλων δαιμονίων" του Βασίλη Στόικου, μπορείτε να τα προμηθευτείτε στο ηλεκτρονικό κατάστημα της Agrafina στην ηλεκτρονική διεύθυνση:


Comments


bottom of page