top of page

Ο κόσμος μου

Ο κόσμος μου, είναι μια σελίδα χαρτί Α4. Που στο κέντρο της ζωγράφισα μια κρυστάλλινη σφαίρα. Και μέσα της ένα μεσαιωνικό κάστρο. Πέτρινο και με βιτρό παράθυρα. Ακόμα, έφτιαξα χρωματιστά τετραγωνάκια να πέφτουν, από την κορφή της σφαίρας. Ήθελα να θυμίζει όσο περισσότερο γίνεται, μια χιονόμπαλα με τη χρυσόσκονη της να πέφτει. Όταν την ταρακουνάς. Μικροί κόσμοι μέσα στα χέρια μας. Γυάλινοι, εύθραυστοι κόσμοι. Είτε μας τους δώρισαν, είτε τους δωρίζουμε. Ούτε τους δημιουργήσαμε αποκλειστικά για εμάς και πασχίζουμε να τους σώσουμε.

Αυτή την μαγεία, όταν πέφτει η χρυσόσκονη σαν χιόνι. Μονάχα όσοι έχουν παιδικές ψυχές μπορούν να τη νιώσουν. Αυτοί σαγηνεύονται από το πρωινό ξύπνημα, τον έναστρο ουρανό, τη θάλασσα και τον χειμώνα που δίνει τη θέση του στην άνοιξη. Από το μπουμπούκι που ανοίγει και το κουκούλι που γίνεται πεταλούδα. Από το καρουζέλ και το μουσικό κουτί, το οποίο όταν ανοίγεις βγαίνει σαν ιέρεια η μπαλαρίνα και χορεύει. Κι εσύ, την κοιτάς σαν Αγία, στην οποία προσεύχεσαι.

Γύρω από το κάστρο σχεδίασα ανθισμένους κάκτους. Γεμάτους αιχμηρά αγκάθια. Κι έκανα κάτι ανθρώπινες φιγούρες, όλες τους φορούσαν πορσελάνινες μάσκες. Καλά κολλημένες στα πρόσωπα τους, μα πάλι εύθραυστες. Ακόμα, έκανα μια πλατιά άσφαλτο. Ήθελα να φαντάζει αιώνια. Τότε νοστάλγησα, τις νυχτερινές, οικογενειακές επιστροφές με το αυτοκίνητο. Κάτω από τον μαύρο ουρανό, στον σκοτεινό δρόμο με τον χαμηλό φωτισμό από τις ψηλές λάμπες και τα  τούνελ. Τη φύση ολόγυρα μας, που σαγήνευε μέσα στο μυστήριο της . Με τα βουνά, τα δέντρα και τους θάμνους. Θυμήθηκα τα όρια του δρόμου, τα κάγκελα, τις προειδοποιήσεις και το ύψος του γκρεμού. Θυμήθηκα του συναίσθημα του νοητικού πειράματος, της μακάβριας φαντασίωσης μου, πως πέφτουμε. Το όσιο αίσθημα του να πέφτεις στο κενό και να χάνεσαι. Ο δρόμος το βράδυ ασκεί άλλη, σχεδόν μεταφυσικού τύπου επιρροή στην ψυχή σου. Σε έναν δημιουργικό νου, που θέλει να γεμίσει τον ουρανό με τις ασυνάρτητες σκέψεις του. Σαν κατασκευές από χαρτί, δάκρυα και καλοκαιρινό ιδρώτα.

Έτσι, έκλεισα τα μάτια και βρέθηκα μέσα στη ζωγραφιά μου. Στο ίδιο αυτοκίνητο με τότε. Μόνο που ήμουν μόνη κι οδηγούσα προς το άγνωστο. Αλλά ξαφνικά, αναποδογύρισε ο κόσμος, σαν μια ξένη δύναμη και γνωστά χέρια να τον αναποδογύρισαν,  απλά για να παίξουν. Πόσοι αφελείς γινόμαστε εμείς οι άνθρωποι; Αδιαφορούμε για όποιον κίνδυνο μπροστά σε μια προσωρινή υπόσχεση ανύψωσης.

Είδα το αμάξι να αναποδογυρίζει με εμένα μέσα. Κι όσο πέθαινα μέσα στα συντρίμμια και το αίμα. Ένιωθα σαν εκείνη την μπαλαρίνα. Εμφανίστηκα απλά, από μια άγνωστη θέληση, έστω τύχη να χορέψω για λίγα δευτερόλεπτα. Στην μουσική του σύμπαντος. Κι ύστερα να βυθιστώ μόνη, όπως ήρθα στο δικό μου χρωματιστό σκοτάδι.


Το βιβλίο της Μαρία Όλγα Θεοδοσιάδου, με τίτλο "Όνειρα και Φοβικά" είναι υπό έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Agrafina

1 Comment


lalazarou
Feb 19

Εξαιρετικό

Like
bottom of page