Αν είναι κάτι που βασανίζει την σκέψη μου χρόνια τώρα, παλεύοντας με λέξεις, προτάσεις και ιδέες, είναι το αποτύπωμα της αφήγησης στο νοητό, όχι μόνο του εμβριθή αναγνώστη βιβλίων, αλλά του καθενός μας. Γιατί πρώτα αναγνώστης υπήρξε και ο γράφων, όχι μόνο βιβλίων αλλά και άρθρων, κειμένων, σχολίων, της «καθημερινότητας» εν γένει. Τι αφήνει στον καθένα μας ακόμα και η απλή ανάγνωση του Τύπου; Πως διαμορφώνει την καθημερινότητας μας, τις συζητήσεις, τον δημόσιο λόγο, αυτή και όχι η άλλη λέξη, αυτή η περιγραφή και όχι κάποια άλλη; Είναι το θέμα; Είναι το σχόλιο; Είναι η γραφή εν τέλει που μας κάνει να στοχαζόμαστε ή να κρίνουμε τα πράγματα, όπως μας τα παραδίδουν τα γεγονότα; Και τι μένει ως αποτύπωμα στην σκέψη μας και συνακόλουθα στην δράση μας; Είναι συναφή τα δύο αυτά; Ή μήπως άλλα λέμε, άλλα σκεπτόμαστε και άλλα κάνουμε; Προφανώς η απάντηση που δίνει ο καθένας σε όλα αυτά, διαμορφώνει και τους χαρακτήρες που βλέπουμε γύρω μας. Ή ακόμα περισσότερο, τις δράσεις που διαμορφώνουν το συλλογικό συνειδητό. «Είμαστε κάτι περίεργες αντένες», για να δανειστώ τα λόγια του ποιητή (Καρυωτάκης). Αντένες που πιάνουν καθημερινά λέξεις, περιγραφές, αφηγήσεις, σήματα που τα αναμεταδίδουν με την σειρά τους και λες κι ο αέρας που πνέει ανάμεσα τους, διαμορφώνει την πραγματικότητα μέσα από τις σκέψεις που ανταλλάσσουμε. Δεν είναι έτσι μια δημόσια αφήγηση, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε όσο καταλαβαίνω, κυρίαρχη και δεσπόζουσα, αλλά άπειρη. Σαν ένα παραμύθι χωρίς τέλος, που μιλάει για όλες τις ιστορίες του κόσμου. Σαν ο άνθρωπος να μην είναι υποκείμενο μίας και μόνης αφήγησης, αλλά το παρατηρούμενο που υπόκειται σε ατέρμονες ερμηνείες, μοναδικές όλες και ελεύθερες στην οπτική του καθένα. Σαν να είναι και η ίδια η αφήγηση πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη και πλούσια σε ερμηνείες και θεωρήσεις. Γιατί αυτό και όχι κάτι περισσότερο, μας αφορά ως υποκείμενα του δημόσιου χώρου. Τι θέση παίρνουμε πάντα απέναντι στα γεγονότα. Ποιος είναι αυτός που τα αφηγείται και γιατί. Και πως μας τα παραδίδει. Όσα έπονται είναι απλώς ενορμήσεις του δικού μας επιστητού. Και αυτό διαφυλάττουμε ως μνήμη, όσοι με τα γράμματα διάγουμε τον βίο μας.
Τις καθημερινές, όταν οι πρωινές ειδήσεις, μου ζητάνε να πάρω θέση στο ένα και στο άλλο, δημιουργώντας με βία πλέον αναγνωρίζω, τον εσωτερικό διάλογο και αντίλογο, αντιλαμβάνομαι την φτώχεια των ιδεών "των επίσημων αφηγητών του Έθνους". Στην ανάγνωση τότε ψάχνω την «σωτηρία» πάντα. Στην ανάγνωση βιβλίων λογοτεχνίας, επιστήμης, ότι με αφορά εν τέλει. Γιατί αν είναι η ανάγνωση των φαινομένων του κόσμου, μια διαρκής επιβεβαίωση της ήττας του ανθρώπου έναντι των όσων έχει δημιουργήσει, εγώ δε θέλω πλέον να διαβάζω. Θέλω να πιστεύω και να ελπίζω πως οι ιστορίες του κόσμου, έχουν να αφηγηθούν και περιπέτειες χωρίς το ίδιο τέλος, ακόμα και με ανθρώπους ή καλύτερα ομάδες ανθρώπων που τσαλακώνονται αλλά συνεχίζουν και καμιά φορά πετυχαίνουν αλλαγές, όχι εγωιστικά μόνο για τους ίδιους, αλλά και για την κοινωνία και τον κόσμο γύρω τους. Γιατί μας αφορά μεγαλώνοντας, όλο και περισσότερο, όχι η αποτύπωση που έχει το χνάρι μας στη γη, αλλά ο βηματισμός μας να είναι μια αφορμή που θα γίνει αιτία να μην ζήσουν οι επόμενοι μια επανάληψη του ανθρώπινου δράματος στα ίδια και ίδια δελτία τύπου…
Έτσι τις τελευταίες μέρες, σκέφτομαι όλο και περισσότερο πως μια αιτία της κακοδαιμονίας που μας βαραίνει, δεν είναι άλλη και από την μοναξιά του καθενός μας, στον ιδιωτικό βίο πρώτα και στην συνέχεια όπως απεικάζεται στον δημόσιο χώρο. Γιατί ο μονήρης είναι αυτός που βλέπει μπροστά του συνεχώς εμπόδια και αγκομαχά για τις περιπέτειες του βίου πρώτα και κύρια. Εκείνος που χρειάζεται στήριξη και αλληλεγγύη, εκείνος που χειμάζεται και δικάζεται καθημερινά. Εκείνος που θυματοποιείται και βλέπει ως εναλλακτική την "θύτευση". Μια έρευνα κάποτε στο Harvard, ανάμεσα στους φοιτητές, διάβασα πως ταύτιζε την μοναξιά με την ευτυχία. Ποτέ δεν κατάλαβα έως τότε, πως η μοναξιά πράγματι μας παραδίδεται ως υποπροϊόν, του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης που διάγουμε. Και ως πνευματική κατάσταση υποστηρίζεται ατύπως και "επίσημα". Και το αυτό δεν λύνεται με περισσότερη κατανάλωση και μηχανιστική παραγωγή, αλλά είναι υπαρκτό πρόβλημα που θα έπρεπε να απασχολεί όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, στο τρόπο που συνέχονται ως σώμα και λειτουργία. Δεν είναι μονόδρομος οι επιλογές μας, ούτε ανεπίδεκτες βελτιώσεων. Μέσα στο καθημερινό μαρασμό, είναι εύλογο οι λύσεις για τον καθένα να μοιάζουν με αναγκαστικό δείπνο μιας φάλαινας. Αναρωτήθηκε κανείς πως μπορεί ένας άνθρωπος να δειπνήσει μια φάλαινα; Αργά και με μικρές μπουκιές, σκέφτομαι συχνά…
Ας είναι αυτός ο πρόλογος μια πρώτη μπουκιά, γιατί φίλους αναζητά το blog, φίλους και οι αρθρογράφοι…
Αισιόδοξοι και «πιο μαζί» το 2025!
Comments